χρηματουργία

χρηματουργία
ἡ, Α
αστρολ. αστρική δραστηριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον*), πρβλ. ξυλ-ουργία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”